-
1 αφηρημάδα
[афиримада] ουσ. Θ. рассеянность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφηρημάδα
-
2 рассеянность
-
3 дырявый
дыряв||ыйприл τρύπιος, τρυπημένος:\дырявыйый карман ἡ τρύπια τσέπη, ἡ Αδεια τσέπη-◊ \дырявыйая голова разг τό κούφιο κεφάλι, ὁ κουφιοκέφαλος· \дырявыйая память разг ἡ ἀσθενής μνήμη, ἡ ἀφηρημάδα. -
4 забывчивость
забывчив||остьж ἡ ξεχα(σ)μάρα, ἡ ξεχασιά, ἡ λησμοσύνη / ἡ ἀφηρημάδα (рассеянность). -
5 невнимательность
невнимательностьж1. ἡ ἀφηρημάδα (рассеянность)/ ἡ ἀπροσεξία, ἡ ἀβλεψία (небрежность)·2. (равнодушие) ἡ ἀδιαφορία. -
6 рассеянность
рассеянн||остьж I. ὁ (δια)σκορπισμός, ἡ διασπορά·2. (невнимательность) ἡ ἀφηρημάδα, ἡ ἀπροσεξία. -
7 забывчивость
-и θ.ξεχασιά, ζεχαμάρα, επιλησμοσύνη• αφηρημάδα•по -и από ξεχαμάρα.
См. также в других словарях:
αφηρημάδα — η έλλειψη προσοχής, αστοχασιά: Έχει τέτοια αφηρημάδα, που ξεχνά την πόρτα του σπιτιού του ανοιχτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφηρημάδα — η [αφηρημένος] 1. το να είναι κανείς αφηρημένος, η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία 2. αστόχαστη ή επιπόλαια ενέργεια … Dictionary of Greek
αποξεχνώ — κ. ξεχάνω 1. ξεχνώ εντελώς, λησμονώ ολότελα 2. (αποξεχνιέμαι κ. ιούμαι) ξεχνώ τον εαυτό μου, φτάνω ως την τέλεια αφηρημάδα … Dictionary of Greek
απροσεξία — η (AM ἀπροσεξία) [απρόσεκτος] 1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα 2. απερισκεψία νεοελλ. το σφάλμα που προκύπτει από την έλλειψη προσοχής … Dictionary of Greek
αφαίρεμα — το (Α ἀφαίρεμα) [αφαιρώ] νεοελλ. 1. αφαίρεση, απόσπαση 2. λησμοσύνη, αφηρημάδα αρχ. 1. αυτό που αφαιρείται ως το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο, προσφορά, αφιέρωμα 2. φόρος, εισφορά … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
εξαιρετικός — ή, ό (Α ἐξαιρετικός, ή, όν) [εξαιρώ] 1. αυτός που αποτελεί εξαίρεση από το κανονικό, ασυνήθιστος («εξαιρετική ανάγκη, περίπτωση») 2. εκλεκτός, σπουδαίος, έξοχος («εξαιρετική ευφυΐα, επιμέλεια») 3. (για κακό) υπερβολικός («εξαιρετική αφηρημάδα»)… … Dictionary of Greek
προσοχή — Στην κοινή ορολογία και στην κλασική ψυχολογία η π. θεωρείται ένα είδος νοητικής ικανότητας, η οποία είναι σε ποικίλο βαθμό ανεπτυγμένη στα διάφορα άτομα, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από έντονη συναισθηματική συμμετοχή. Σήμερα έγινε παραδεκτό ότι η… … Dictionary of Greek
ρέμψις — εως, ἡ, Α [ῥέμβομαι]·1. ρέμβη 2. λησμοσύνη, αφηρημάδα … Dictionary of Greek
ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια … Dictionary of Greek
αφαιριέμαι — αφαιριέμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. αφαιρούμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής … Τα ρήματα της νέας ελληνικής